colilla - ορισμός. Τι είναι το colilla
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι colilla - ορισμός


colilla         
sust. fem.
1) Resto del cigarro.
2) Tira ancha que llevaban los antiguos mantos de mujer para que cubriese, por detrás desde la cintura hasta el borde del vestido.
colilla         
Sinónimos
sustantivo
colilla         
colilla
1 (inf.) Dim. frec. de "cola", aplicado sobre todo al *pene de los niños.
2 f. Extremo del *cigarro, que ya no se fuma. Chinga, pucho, punta, toba, yegua.
3 Tira ancha con que se prolongaban antiguamente por detrás los *mantos de mujer.

Βικιπαίδεια

Colilla
Una colilla es lo que queda de un cigarrillo consumido. Contiene restos de tabaco y puede contener el filtro.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για colilla
1. Sólo el resplandor de la colilla de un cigarrillo.
2. Cuesta fumar ahí y arrojar la colilla entre los durmientes.
3. No para de mover la colilla y nada a velocidad de vértigo.
4. Todo está tan ordenado que da miedo tirar una colilla al suelo.
5. Se fuma una colilla con avidez, como si se fumara los dedos.
Τι είναι colilla - ορισμός